Αναγνώστες

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Η Ιστορία της Ακαδημίας Πλάτωνος - Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών
















“... το πνεύμα και στο χώμα λάμπει...”
































«...Ο κήπος βλέπει
πριν ακόμα γίνουν

αυτά που αισθάνομαι

ν’ αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή
όπως τις ώρες
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου
η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του
είναι από μέντα κι από λόγια του Ιωάννου
η ποίηση
φυσάει
έτσι το νερό στη φούχτα
πίνετε προχωρείτε

συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού
ακολουθείτε τον Οιδίποδα

δροσιά

γαλήνη

αηδόνια

ξάφνου ξημερώματα
ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες
είσ’ εσύ μέσα στην εκκλησία
το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές
η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα
ελαφρός πουνέντες
φυσάει...»

Οδ. Ελύτης, Ο Κήπος Βλέπει (1982)






Σχεδόν σαν παραμύθι ξεδιπλώνεται η ιστορία του «προαστίου των Αθηνών», της Ακαδημίας Πλάτωνος ή Ακαδήμειας, που απέχει μόνο 1100 μ από το κέντρο του άστεως. Από την αχλύ της τρίτης χιλιετίας π.Χ. προβάλλει ο Ακάδημος ή Εκάδημος, μυθικός ήρωας και πρώτος επώνυμος οικιστής της περιοχής. Κάποιες εκαντοντάδες χρόνια αργότερα η Ακαδημία «εκδήλως τη Αθηνά αφιερωμένη» νιώθει το ευεργετικό χάδι της πολιούχου θεάς και πολλών άλλων θεών και ηρώων, καθώς διαμορφώνεται σε τέμενος και μετέπειτα μετατρέπεται σε άλσος. Σε αυτόν τον ήσυχο σύσκιο τόπο ο θεϊκός Πλάτων ιδρύει την περίφημη σχολή του, την Ακαδημία, και αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του περί «ιδεών» ή «ειδών».

Οι αιώνες πέρασαν, και τα φύλλα της γης κάλυψαν το βιβλίο της ορατής ιστορίας, μέχρι την στιγμή που οι αρχαιολόγοι το έφεραν ξανά στο φως και η θρυλική Ακαδημία ζωντάνεψε. Η πολιτεία φρόντισε τις αρχαιότητες με σεβασμό και τις φροντίζει ακόμη πιο ζωηρά, με όραμα. Απόδειξη είναι το έργο που πραγματοποιήθηκε-ενταγμένο στο ΕΣΠΑ- με τίτλο «Δημιουργία μουσειακών αποθηκών και ενοποίηση τμημάτων του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος» και του οποίου οι επί μέρους εργασίες αναφέρονται στο δεύτερο μέρος του παρόντος τευχιδίου, ως επιστέγασμα της αναφοράς στην ιστορία του χώρου και των ανασκαφών που συνιστά το πρώτο μέρος.

Κομβική για την υλοποίηση του έργου ήταν η φρέσκια θεώρηση ως προς την ανάδειξη και προστασία των αρχαιοτήτων που πρότειναν οι επιτετραμμένοι για το έργο υπάλληλοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, πολλαπλών ειδικοτήτων, και την οποία ιδέα ασπάστηκαν πλήρως το 2014 όλα τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ώστε η Εφορεία να προχωρήσει στην υλοποίησή της. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή με υποέργα, της Διευθύνσεως Εκτελέσεως Έργων Μουσείων υπό την διεύθυνση του κ. Κων/νου Φρισήρα. Από την θέση της διευθύντριας της Εφορείας τους ευχαριστώ όλους θερμά καθώς και τους υπευθύνους για το έργο υπαλλήλους της Εφορείας, που με αυταπάρνηση και ακούραστα έφεραν εις πέρας ένα φαινομενικά απλό αλλά πολυσχιδές και δύσκολο στην εκτέλεσή του έργο.

Πιστεύω και εύχομαι η δράση αυτή να αποβή ένα ακόμη λιθαράκι στο κτίσιμο, στην συνείδηση όλων μας, της σπουδαίας θέσης που κατέχει η Ακαδήμεια στην μακραίωνη ιστορία της ελληνικής διανόησης.

Καλή περιήγηση!


Ελένη Σπ. Μπάνου

Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών




















Ακαδημία. Ιερό Άλσος.



Η  αρχαιοελληνική έννοια του ιερού κήπου-άλσους είναι μια έννοια αρκετά αόριστη. Δεν έχει συγκεκριμένη μορφή, είναι ένα τέμενος δασώδες ή βραχώδες. Όμως ένα στοιχείο υπάρχει σχεδόν πάντα: το νερό. Το ιερό άλσος της Ακαδημίας είναι ένα σκιαγραφημένο τοπίο με αόριστη έκταση και μάλλον υποτυπώδη οριοθέτηση, ίσως με μεγάλες πέτρες. Ήταν ένας τόπος αρχετυπικής συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο. Ένας τόπος λατρείας και θεϊκής επιφάνειας σ’ ένα χώρο με χαρακτήρα τόσο γονιμικό όσο και χθόνιο. Με τρόπο παράδοξο το φυσικό άδυτο του σκιερού κήπου συνδέθηκε με τη δύναμη της ζωής, γονιμικής (Εύχλοος Δήμητρα και Έρωτας) ή οργιαστικής (Διόνυσος), όσο και με το θάνατο (Ερινύες-Ζεύς Καταιβάτης).


Σε τέτοιους τόπους υπάρχει ένα φυσικό χάσμα που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. Μέσα στο ιερό άλσος κρύβονται δύο απαγορευμένες και ταυτόχρονα προκλητικές κατευθύνσεις. Μία οριζόντια για τους θνητούς: από έξω (είσοδος) προς τα ενδότερα (άβατον). Και μία κάθετη για τους ήρωες ή τους μύστες: από επάνω (ο κόσμος των ζωντανών) προς τα κάτω (ο κόσμος των νεκρών).

Το τείχος του Χασεκή
Ι. Τραυλος, Η πολεοδομική εξέλιξις
των Αθηνών, 1993








“…Ακολουθώντας προς τα βοριοδυτικά το δρομάκι που περνά από την Πύλη του Μωριά, σε απόσταση 250 μέτρων συναντάς ίχνη του αρχαίου τείχους, κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, στο βράχο. Εκεί, θα δεις ακόμη ερείπια Πύλης. Είναι το Δίπυλο. Ο δρόμος δεξιά οδηγεί στη Χασιά, στη Φυλή και στη Θήβα. Όμως πρώτα, δυο μικροί λόφοι... Λίγο πιο πέρα ο δρόμος περνάει μέσα από ελαιώνες κι ανάμεσά τους κυλά σε δύο κλάδους ο Κηφισσός. Oι δύο λόφοι ορίζουν τον Αρχαίο Δήμο του Κολωνού. Πολύ κοντά στον χαμηλότερο, στ΄ αριστερά του δρόμου είναι ένας αγρός, στην άκρη του ελαιώνα, που ακόμα λέγεται “Ακαδημία” ή “Ακάδημοι”. (W.M.Leake, The topography of Athens: With some remarks on its antiqui-ties, London 1821,178-184, ελεύθ.απόδ.).











Ακαδημία. Το Όνομα.




Η λέξη Ἀκαδημία, ώς σημαίνον συνήθως συναντάμε ότι προέρχεται εκ του εκάς-δήμος: μακράν του πλήθους, εκ του Ἐκάδημος και αργότερα Ἀκάδημος, ενώ ένας μελετητής προτείνει την προέλευση εκ του ἐκάς/ ἀκέομαι-δήμον: θεραπεία/αναψυχή για τους πολίτες.

Ως σημαινόμενο, γνωρίζουμε ότι δηλώνει την εκτός της πόλεως των Αθηνών περιοχή ανάμεσα στον ποταμό Κηφισό και τον έξω Κεραμεικό, περιλαμβανομένου του λόφου του Ιππίου Κολωνού. Δηλώνει επίσης το Γυμνάσιο που ιδρύθηκε εδώ από τους Πεισιστρατίδες και συνυπήρχε με τη λατρεία θεών και ηρώων στον Ιερό Κήπο του Ακαδήμου, ενός επώνυμου ήρωα που εμφανίζεται μία και μοναδική μυθολογική στιγμή, ως αρωγός των Διοσκούρων στην εύρεση της απαχθείσας από τον Θησέα Ελένης. Οι Διόσκουροι, ως ιερό αντίδωρο για τη βοήθειά του, χάρισαν στον Ακάδημο την περιοχή της Ακαδημίας και με τον τρόπο αυτό, αφ’ ενός προσδόθηκε στο όνομα δωρική καταγωγή και δημιουργήθηκε το σπέρμα του μετέπειτα Ιερού Τεμένους, αφ’ ετέρου προκλήθηκε ο σεβασμός των Λακεδαιμονίων για την περιοχή που παραδίδει ο Πλούταρχος, ο οποίος διέσωσε και την ανάμνηση του ήρωα Ακαδήμου, μόλις τον 2ο αι μ.Χ. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος, επτά αιώνες νωρίτερα, δεν γνωρίζει τον Ακάδημο και σώζει άλλη παραλλαγή του μύθου με ήρωα τον Δεκελέα και ιερό αντίδωρο τη σπουδαίας στρατηγικής θέσης Δεκέλεια, λίγο πριν από το 414 π.Χ., χρονιά της μεταφοράς του Πελοποννησιακού Πολέμου στην Αττική, με την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες.
Ενεπίγραφο όστρακο από
την Αρχαία Αγορά
ΗΕΚΑ[ΔΕΜΟΣ
(J. D Beazley, Attic Black Fig-ured Vases, 1956, 27, 36).

Οι παραπάνω ετυμολογικές προσεγγίσεις βασίζονται στην πεποίθηση της δωρικής  καταγωγής της λέξης, μοιάζουν όμως να μην εξηγούν ικανοποιητικά το χαρακτήρα της, ούτε και το εννοιολογικό της βάρος. Οι πανάρχαιες χθόνιες λατρείες και η ταυτόχρονη λατρεία ηλιακών θεών, όσο και ο τρόπος με τον οποίο συνδέθηκε η περιοχή μέσα από την αρχαία



















Ακαδημία. Ο Κήπος. Οι θεοί.



Οι πηγές περιγράφουν τον Κήπο της Ακαδημίας σαν ένα ήσυχο και υγρό, κατάφυτο ειδυλλιακό τόπο με αηδόνια και νερά. Ο Τίμων ο Μισάνθρωπος, τον 5ο αι. π.Χ., αποζητώντας την απόσταση από τους ανθρώπους έφτιαξε τον πύργο του κοντά στον Ιερό Κήπο και αφιέρωσε στον Πάνα, αμφισβητώντας την αξία κάθε άλλου θεού. Eλάχιστα καταγεγραμμένα πραγματικά γεγονότα βρίσκουμε στους αρχαίους συγγραφείς, με τρεις βασικές εξαιρέσεις: την επέμβαση του Κίμωνα, την έλευση ενός φιλοσόφου και δύο καταστροφές:

Το πρώτο μισό του 5ου αι.π.Χ. γνωρίζουμε ότι ο Κίμων μετέτρεψε την Ακαδημία από τόπο άνυδρο και στεγνό, σε τόπο γεμάτο νερά, δρόμους καθαρούς και σκιερούς περιπάτους («ἐξ ἀνύδρου καὶ αὐχμηρᾶς κατάρρυτον ἀποδείξας ἄλσος ἠσκημένον ὑπ᾽ αὐτοῦ δρόμοις καθαροῖς καὶ συσκίοις περιπάτοις.». Πλούταρχος, Κίμων, 13).
Το 387 π.Χ. ο Πλάτων, μετά το πρώτο ταξίδι του στη Σικελία, ίδρυσε τη φιλοσοφική Σχολή σε χώρο του Γυμνασίου. Το 202 π.Χ. ο Φίλιππος ο Ε΄ και το 86 π.Χ. ο Σύλλας κατέστρεψαν τον Ιερό Κήπο. Οι πρώτες γνωστές από τις πηγές οργανωμένες επεμβάσεις της πολιτείας στην περιοχή των Κήπων του Ακαδήμου συμβαίνουν τον 6ο αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία ο Πεισίστρατος προγραμμάτισε σημαντικά δημόσια έργα και θέσπισε ιδιαίτερα λαµπρές δηµόσιες τελετές προς τιµήν των µεγάλων θεοτήτων της πόλης. Την ίδια εποχή ίσως ιδρύθηκε στην περιοχή του Κήπου το Γυμνάσιο της Ακαδημίας, ένα εκ των τριών της Αθήνας.

Πιθανόν την ίδια περίοδο είτε εισάγεται είτε εντείνεται και η παρουσία της θεάς Αθηνάς, της οποίας τη λατρεία ευφυέστατα προώθησε ο Πεισίστρατος για να την καταστήσει παναθηναϊκή, αποδυναμώνοντας άλλες τοπικές λατρείες που ελέγχονταν από µεγάλες παραδοσιακές φρατρίες.
Την ίδια περίοδο στήθηκε κοντά στο σκιερό Γυμνάσιο άγαλμα του Θεού Έρωτα, θεού που τότε για πρώτη φορά λατρεύτηκε ως λαμπρός φτερωτός έρωτας των ανθρώπων και πήρε τη θέση του σκοτεινού, του αρχέγονου κοσμογονικού Έρωτα της Θεογονίας. Φαίνεται ότι κατά τον 6ο αι. π.Χ. προέκυψε και η ανάγκη οριοθέτησης του χώρου με την τοποθέτηση όρων, ένας εκ των οποίων έχει βρεθεί και με την κατασκευή ενός, αβέβαιης ιστορικότητας, πολυτελούς περιβόλου από τον Ίππαρχο.


Μέσα στο Ιερό Τέμενος της θεάς που επισκίασε την ανάμνηση των Ιερών Κήπων του μυθικού ήρωα, ενσωματώθηκαν τόποι λατρείας άλλων, πολύ παλαιότερων θεών. Μαρτυρείται η ύπαρξη ναού του Προμηθέα, σημείου αφετηρίας της ετήσιας λαμπαδηφορίας προς την Ακρόπολη, ένα σχετιζόμενο με τον Τιτάνα μυστηριώδες “Παλαιό Ίδρυμα” στην περιοχή της Ακαδημίας, καθώς και το λατρευτικό άγαλμά του στην ίδια βάση με άγαλμα του Ηφαίστου. Οι δύο Δαίμονες του πυρός, ως ίδιας φύσης θεία όντα, συνδέονται με την Αθηνά μέσω του γενέθλιου μύθου της, ενώ η μυστηριακή συλλειτουργία Αθηνάς και Ηφαίστου είναι γνωστή τόσο από τον Ομηρικό Ύμνο όσο και από τον Πλάτωνα, ο οποίος αναφερόμενος στον Προμηθέα γράφει: «...στο κοινό όμως οίκημα της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυο τους εργάζονταν τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, κλέβει τις τέχνες με φωτιά του Ηφαίστου και τις άλλες της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο» (Πλάτων, Πρωταγόρας, 321d). Στον ίδιο χώρο μαρτυρείται λατρεία και βωμός του «Διός Καταιβάτη ή Μορίου», επόπτη των δώδεκα «μορίων ελαιών» του Ιερού Τεμένους. Τέλος, οι Μούσες, ο Ηρακλής και ο Ερμής λατρεύτηκαν μέσα στο Ιερό Τέμενος μέχρι τουλάχιστον το 2ο αι.μ.Χ., εποχή που πέρασε ο Παυσανίας (Αττικά, 30, 1 - 4) από την περιοχή.


Ο Ίππιος Κολωνός.


Βορειοανατολικώς του Κήπου της Ακαδημίας βρίσκεται ο βραχώδης, λευκός λόφος του Ιππίου Κολωνού, τόπος λατρείας του Ιππίου Ποσειδώνος. Ο ίππος είναι σύμβολο του Ποσειδώνα που πρώτος τον δάμασε (Δαμαίος), λατρεύτηκε με ιπποδρομίες όμοιες με του Αππόλωνα Πυθίου και απέκτησε με τη Δήμητρα το θείο ίππο Αρίονα που συνέδεσε τον Άδραστο με τον Κολωνό. Μαζί με τον Ίππιο Ποσειδώνα λατρεύεται στον Κολωνό με την πολεμική της υπόσταση και η Ιππία Αθηνά.



Οι Τελετές.

Τα Παναθήναια ήταν η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηνών προς τιμήν της πολιούχου Παλλάδος Αθηνάς και της ανάμνησης της νίκης της κατά των Γιγάντων. Η γιορτή ανάγεται στο Θησέα και την υπαγωγή των συνοικισμών και Δήμων της Αττικής στο Άστυ.


Τα Μικρά Παναθήναια ήταν ετήσια γιορτή, έως ότου ο Πεισίστρατος καθιέρωσε και τα Μεγάλα Παναθήναια που τελούνταν κάθε τετραετία στην αρχή του καλοκαιριού, την εποχή που θερίζουνε το στάρι, κατά το μήνα Εκατομβαιώνα του τρίτου έτους κάθε Ολυμπιάδος. Ο πυρήνας της γιορτής ήταν

η  προσφορά του πέπλου στο άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδος, από ιερή πομπή που ξεκινούσε από τον έξω Κεραμεικό και διέσχιζε όλη την πόλη. Τις προηγούμενες μέρες γίνονταν σε διάφορα σημεία της πόλης αγώνες γυμνικοί, ιππικοί, ευανδρίας, λαμπαδηδρομίας, μουσικοί και νεών άμιλλα.

Ένας από τους αγώνες και στα Μικρά και στα Μεγάλα Παναθήναια γινόταν νύχτα. Ήταν η λαμπαδηδρομία που ξεκινούσε τη νύχτα της 27ης προς 28η Εκατομβαιώνος, δηλαδή στις 17 προς 18 Ιουλίου, σε ανάμνηση της λάμψης με την οποία φώτισε η θεά το σκοτεινό ουρανό, ή κατ’ άλλη εκδοχή προς τιμήν των νεκρών των πολέμων. Άρχιζε με την τελετουργική αφή πυράς στο βωμό του Προμηθέα ή του Έρωτα στον Ιερό Κήπο της Ακαδημίας. Ο πυρσός μεταφερόταν μέσα στη νύχτα από δέκα ομάδες λαμπαδηδρόμων που εκπροσωπούσαν τις δέκα αθηναϊκές φυλές. Οι λαμπαδηδρόμοι, διανύοντας συνολικά μιαν απόσταση 2.500 μέτρων, κάθε πενήντα με εξήντα μέτρα μεταβίβαζαν στον επόμενο τη λαμπάδα. Νικούσε όποια φυλή κατόρθωνε να φθάσει πρώτη στην Ακρόπολη χωρίς να σβήσει η φλόγα. Από τη φλόγα αυτή άναβε ο βωμός, όπου γινόταν η μεγάλη θυσία της επόμενης μέρας.

Τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια, τελούνταν προς τιμήν του Διονύσου Ελευθερέως το μήνα Ελαφηβολιώνα στην αρχή της Άνοιξης. Κατέληγαν σε δραματικούς αγώνες στο θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη. Τα Μεγάλα Διονύσια ξεκινούσαν με τη συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του θεού από τις Ελευθερές. Το λατρευτικό του άγαλμα μεταφερόταν σε πομπή σ’ ένα μικρό, άγνωστο ακόμη, ναό του θεού στην Ακαδημία και μετά τη δύση του ήλιου επέστρεφε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο.


Ακαδημία. Η Φιλοσοφική Σχολή.

Η   Πλατωνική Ακαδημία ιδρύθηκε στα 387 π.Χ., μετά το πρώτο ταξίδι του Πλάτωνα στη Σικελία, όπου ήρθε σε επαφή με τους Πυθαγορείους.

Με δεδομένο ότι η περιοχή ήταν δημόσια γη, η Πλατωνική Ακαδημία δεν είχε καμία ιδιοκτησιακή σχέση με το χώρο.


Είναι πολύ πιθανό ότι στην Ακαδημία διατηρήθηκε ο άτυπος χαρακτήρας της σωκρατικής διδασκαλίας, καθώς δεν υπάρχει καμία αναφορά σε ύπαρξη συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών
ή   σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη δομή. Οι ελάχιστες πηγές μαρτυρούν μια συλλογικότητα στην αναζήτηση του Αγαθού, της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης χωρίς πάγιες καθιερωμένες αρχές, τις οποίες οι ομιλητές ή οι ακροατές θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Παρ’ όλα αυτά, στην «Πολιτεία» ο
Πλάτων εισηγείται ένα πρόγραμμα για τη μεταφορά του φιλοσοφικού στοχασμού από το αισθητό στο νοητό κόσμο. Αν και τίποτα δε μαρτυρά ότι το πρόγραμμα αυτό σχετίζεται με την Ακαδημία, ασφαλώς αντανακλά τις θεωρητικές κατευθύνσεις και τις αρχές του Πλάτωνα ως δασκάλου. Μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία για τον τρόπο που προσέγγισε η Ακαδημία τα μαθηματικά, την αστρονομία τη μουσική και τη μουσική θεωρία, ίσως εν μέρει ακόμη και ως προβολή της στερεομετρίας, της οποίας ο Πλάτων υπήρξε εκ των θεμελιωτών. Κυρίως όμως επιβεβαιώνει τη σημασία που απέδιδε ο Πλάτων στη φιλοσοφική συζήτηση, τη διαλεκτική, η οποία παρουσιάζεται στην «Πολιτεία» ως το ύψιστο σημείο των φιλοσοφικών σπουδών.

 

Υποτιμώντας ταυτόχρονα την αξία του γραπτού λόγου, ο Πλάτων μας δίνει μία αίσθηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο ίδιος το δικό του ρόλο στην Ακαδημία. Η πραγματική σπουδή απαιτεί για τον Πλάτωνα ένα ζωντανό και ελεύθερο περιβάλλον. Η γραφή είναι χρήσιμη μόνο ως μηχανιστική απασχόληση για παιδιά. Δεν αποτελεί υποκατάστατο της μνήμης, ούτε μέσο για τη διδασκαλία και τη μετάδοση πραγματικής γνώσης. Η συγγραφή δεν μπορεί να εκφράσει όσα είναι δυνατόν να λεχθούν.


Παράλληλα, διακρίνει τον κόσμο του Αισθητού από τον κόσμο του Νοητού των Ιδεών, και κατ’ αναλογία τον άνθρωπο, στο γήινο και προσωρινό σώμα και στην αθάνατη ψυχή, η οποία για να καθαρθεί εντάσσεται σε έναν κύκλο αέναων επιστροφών στη ζωή (μετεμψύχωση).


Κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της Ακαδημίας (387-266 π.Χ), δύο νέα φιλοσοφικά ρεύματα εκφράζονται με τη λειτουργία δύο φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα. Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι.

Ο  αριστοκρατικής καταγωγής Πλάτων, ένας από τους γονιμότερους διανοητές του αρχαίου κόσμου, είναι ο κατ’ εξοχήν ιδεαλιστής φιλόσοφος. Στους Διαλόγους του και κυρίως στην Πολιτεία του, που αποτελεί το θεμελιώδες φιλοσοφικό έργο του αναπτύσσεται η δομή της ιδεώδους Πολιτείας του σε τάξεις, με πρώτη τους σοφούς («Ἡ δέ γε φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης», Ευθύδημος 288d ) και δεύτερη τους στρατιωτικούς («οἱ προπολεμοῦντες»). Και τις δύο αυτές τάξεις τις συντηρεί η τρίτη, οι εργάτες κι οι επαγγελματίες.


Οι Στωικοί πρέσβευαν ότι το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου». Η ζωή «κατά Φύσιν», προϋποθέτει την επίγνωση του ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια». Η «Αρετή» είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η «Κακία» το απόλυτο «προς αποφυγήν». Όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην «Αρετή» και την «Κακία» κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα».


Ο   Επίκουρος δίδαξε στον Κήπο, ανάμεσα στο Δίπυλο και την Ακαδημία. Η Επικούρειοι ασκούν κριτική στη μεταφυσική παράδοση, τις ορφικές και πυθαγόρειες μετεμψυχώσεις, στην πολιτεία του Πλάτωνα και στην όποια φιλοσοφική τάση υποτιμά την αξία και τη χαρά της επίγειας ζωής.



Πλάτων. Ρωμαϊκό αντίγραφο
(Από τη συλλογή του Κικέρωνα
στο Tuscuhm
Γλυπτοθήκη Μονάχου 



Κατά τη μέση περίοδο της Σχολής (264-241 π.Χ.) έρχεται στην Ακαδημία κάτι νέο: ο σκεπτικισμός για το αν ο άνθρωπος με τις γνωστικές δυνατότητες που διαθέτει μπορεί να γνωρίσει την Αλήθεια. Ο σκεπτικισμός αυτός στρεφόταν κυρίως κατά της διδασκαλίας των Στωϊκών, που υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος μπορεί να διαθέτει ασφαλή κριτήρια με τα οποία μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος. Κατά την τελευταία περίοδο λειτουργίας της Σχολής (241-80 π.Χ)
ο Καρνεάδης, μορφή πολύ σημαντική  στην ιστορία της
φιλοσοφίας, επικριτής της διδασκαλίας τόσο των Στωϊκών
όσο και του Επικούρου, θέλησε να αναπτύξει μέσα από την
διδασκαλία του μια θεωρία για την ελεύθερη βούληση. Αν
τα πάντα συμβαίνουν λόγω προηγούμενων αιτίων, τότε
όλα τα γεγονότα είναι φυσικά αλληλένδετα μεταξύ τους.

Αν είναι έτσι, τότε τα πάντα συμβαίνουν από ανάγκη και αν αυτό αληθεύει, τότε τίποτε δεν εξαρτάται από εμάς. Όμως, κάτι εξαρτάται από εμάς. Αν, όμως, τα πάντα συμβαίνουν καθ’ ειμαρμένην, τότε υπάρχουν προηγούμενες αιτίες για τα  πάντα. Επομένως δεν αληθεύει πως ό,τι συμβαίνει γίνεται καθ’ ειμαρμένην.  Σημαντικοί επίγονοι του Πλάτωνα ήταν:

Ο  Σπεύσιππος


Ο  Πρόκλος αναφέρει ότι ο Σπεύσιππος ήταν σπουδαίος μαθηματικός. Σπαράγματα των έργων του επιβεβαιώνουν ότι είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεωρία των αριθμών και για τα Πυθαγόρεια μαθηματικά. Αλλά και τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα περιλάμβαναν ηθικά δόγματα, μεταξύ των οποίων την άποψη ότι οι ηδονές ήταν κάτι κακό που έπρεπε να αποφεύγεται (στον αντίποδα του Επικούρου).

Το έργο του “Όμοια”, που πραγματεύεται τη διάκριση των ειδών, εισηγήθηκε την αναγκαιότητα της εξαντλητικής ταξινόμησης όλων των πραγμάτων, και προεικόνισε την ταξινομητική μέθοδο την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αριστοτέλης.

Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός.


Μαθητής του Σπευσίππου και, αργότερα, του Πλάτωνα. Το κοσµικό σύστηµα του Ηρακλείδη επηρεάστηκε εκτός από τον Πλάτωνα, από την πυθαγορική αριθµολογία και αστρονοµία: η Γη κινείται χωρίς να αλλάζει θέση και περιστρέφεται γύρω από το κέντρο της και από τα δυτικά προς τα ανατολικά.

Έβλεπε την ψυχή σαν “αιθέριον σώµα και φωτοειδές”. Υιοθετώντας τη θεωρία των ατόµων του ∆ηµόκριτου πίστευε ότι ο κόσµος δηµιουργήθηκε με τη σύνθεση των ατόµων. Για τη θεωρία των άστρων, πλανητών και απλανών, ο Ηρακλείδης ταυτίζεται µε τα πυθαγόρεια δόγµατα: κάθε αστέρας υφίσταται σαν ένας κόσµος με αέρα και αιθέρα, µέσα στον άπειρο αιθέρα. Οι κοµήτες είναι σύννεφα που φωτίζονται από το ανώτερο φως το ίδιο µε εκείνο του Ολύµπου των Πυθαγορείων.

Ο  νεοπλατωνισμός εμφανίζεται τον 3ο αι. μ.Χ. με τον αινιγματικό αλεξανδρινό δάσκαλο Αμμώνιο Σακκά αλλά στην πραγματικότητα με τον Πλωτίνο και επιχειρεί μια σύνθεση πλατωνικών, στωικών, αριστοτελικών, επικουρείων και σκεπτικών φιλοσοφικών θέσεων. Ο Πλωτίνος εμπνεόμενος από την πλατωνική Θεωρία των Ιδεών, διέκρινε το Είναι στο Εν-Παν, το απόλυτο θείο Φως και στην Ύλη, την απουσία Φωτός το απόλυτο σκοτάδι, το τίποτα. Ο Πλωτίνος φθάνει στην Απόλυτη Αρχή, που δεν εξαρτάται από τίποτα αλλά από την οποία εξαρτώνται τα πάντα. Καθώς δίνει ύπαρξη σε ότι υπάρχει, είναι πάνω από την Ύπαρξη: Δεν Είναι.

Ο  Νεοπλατωνισμός αποτέλεσε το τελευταίο σημαντικό πνευματικό κίνημα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Η ονομασία έχει δοθεί από τους σύγχρονους μελετητές, καθώς τα μέλη της κίνησης πίστευαν ότι συνέχιζαν ττη διδασκαλία του Πλάτωνα.



Γιατί εδώ;

Ο   λόγος που οδήγησε τον Πλάτωνα στην ίδρυση της Σχολής στη συγκεκριμένη περιοχή έχει αρκετά προβληματίσει τους μελετητές, χωρίς να έχει δοθεί ακόμη συγκεκριμένη απάντηση. Το σκοτεινό παρελθόν της περιοχής στα χρόνια πριν από τον Πεισίστρατο, άγνωστο ακόμη, οδηγεί στη σκέψη ότι ίσως ο λόγος που έφερε τον Πλάτωνα εδώ ανάγεται σε αυτό ακριβώς το παρελθόν.

Ο  Π.Ζ. Αριστόφρων, ξεναγώντας στην Ακαδημία εκπροσώπους ξένων αρχαιολογικών σχολών, τον Νοέμβριο του 1938, διατύπωσε με τον εξής τρόπο αυτόν τον προβληματισμό :

«...παρά τας σελίδας της λαμπρότατης ιστορίας της Ακαδημίας του Πλάτωνος, και της θαυμαστής εποχής των χρόνων του Πεισιστράτου, υπήρχον σελίδες και άλλης παλαιοτέρας ιστορίας υψίστου ενδιαφέροντος, αι οποίαι θα μας επέτρεπον να ανέλθωμεν εις το απώτατον παρελθόν της Ακαδημίας και ίσως και εις αυτήν την αρχήν της˙ ούτω θα ηδυνάμεθα ίσως να φωτίσωμεν ολίγον το σκοτεινόν πρόβλημα των πρωταρχικών κατοίκων της Αττικής πεδιάδος, του Πεδίου των Αθηνών, δια μέσου των οποίων κατέρρεέ ποτε μεγαλοπρεπής ο Κηφισός και ειδικώτερον το πρόβλημα του Ακαδήμου και των κήπων του και να γνωρίσωμεν δια ποίον λόγον ο Πλάτων επροτίμησε να εγκαταστήσει το σχολείον του εντός αυτών των κήπων του Ακαδήμου. Αντιλαμβάνομαι ως πολύ παιδαριώδη την γνώμην, ότι η Ακαδημία είναι προϊόν του Γυμνασίου και της θήρας των Σοφιστών....» ( Π.Ζ. Αριστόφρων, Ξενάγηση

στην Ακαδημία, των εκπροσώπων των ξένων αρχαιολογικών σχολών στο πλαίσιο του εορτασμού της εκατονταετηρίδος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Νοέμβριος 1938).

Παρ’ ότι αυτό το ερώτημα δεν έχει έως σήμερα απαντηθεί, μία απάντηση ίσως κρύβεται στις πεποιθήσεις του Πλάτωνα για τον τρόπο που το φυσικό περιβάλλον επιδρά στις ψυχές των ανθρώπων, τη σκέψη τους και την πολιτειακή τους οργάνωση. Οι πεποιθήσεις αυτές αποτυπώνονται αργότερα στους «Νόμους», όταν μιλώντας για την ιδανική πολιτεία περιγράφει έναν τόπο που ο χαρακτήρας του, το φυσικό τοπίο και οι ανθρώπινες επεμβάσεις σ’ αυτόν παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τον Ιερό Κήπο της Ακαδημίας, τον τόπο που ο ίδιος διάλεξε για να ζήσει και να διδάξει:

«...Απ’ όλους τους τόπους είναι καλύτερος ένας τόπος όπου πνέει αύρα θεϊκή και τους κλήρους της γης τους προστατεύουν θεότητες και δέχονται τους αποίκους με ευμένεια ή το αντίθετο»( Πλάτων, Νόμοι Ε’ 747e).
«...Κατά την παραμονή τους σε κάθε τόπο ας φροντίσουν για τα εξής...για να μην προξενούν ζημιές οι βροχές που στέλνει ο Δίας, αλλά να ωφελούν καθώς τα νερά θα ρέουν από τα ψηλώματα στις κοιλάδες, που βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά, αφού εμποδίσουν με φράγματα και τάφρους τις εκροές τους, για να πίνουν τα νερά της βροχής, να δίνουν στους χαμηλότερους αγρούς πηγές και κρήνες, ώστε να μεταβάλλουν και τους πιο ξερούς σε τόπους με γάργαρα νερά.
Και τα νερά των πηγών ομορφαίνοντας τα με φυτά και κτήρια, και μαζεύοντας τα νάματα σε υπόγεια αυλάκια θα υδρεύονται σε όλες τις εποχές του χρόνου.
Κι αν βρίσκεται εκεί κοντά κανένα ιερό άλσος, να ομορφύνουν τις κατοικίες των θεών στρέφοντας τα νερά προς το μέρος τους. Σε τέτοια μέρη οι νέοι πρέπει να φτιάχνουν Γυμνάσια και για τους γέρους θερμά λουτρά, με άφθονη καύσιμη ύλη...» (Πλάτων, Νόμοι ΣΤ΄761c-d).

Ακαδημία. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου.

Η  σχολή της Ακαδημίας έπαψε να λειτουργεί το 529 μ.Χ., όταν στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού απαγορεύτηκε η διδασκαλία των ιδεών που δε συμφωνούσαν με το νέο χαρακτήρα του κράτους που ο ίδιος προωθούσε («...απαγορεύεται να ασκούν διδασκαλία αυτοί που πάσχουν από την ιερόσυλη τρέλα των Ελλήνων.») (Ιουστ.Κώδ., Ι,11,10). Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η σχολή των Αθηνών που ήταν ταυτισμένη με τη διδασκαλία του Πλάτωνα βρισκόταν ήδη σε παρακμή και δεν κατάφερε να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον. Η απαγόρευση της διδασκαλίας της φιλοσοφίας οδήγησε ορισμένους διδάσκοντες στην Περσία, στην αυλή του Χοσρόη, όπου νόμιζαν ότι θα έβρισκαν ένα καθεστώς εμπνευσμένο από τον Πλάτωνα που θα ένωνε φιλοσοφία και βασιλεία.

Η   Ακαδημία, ως όρος που παραπέμπει σε κάποιο πνευματικό ίδρυμα, επανεμφανίστηκε το 15ο αι., με αφετηρία τους ουμανιστικούς κύκλους της Ιταλίας υπό την επίδραση βυζαντινών λογίων (Βησσαρίων μητροπ. Νίκαιας, Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός). Προοδευτικά ο ίδιος όρος έφτασε να δηλώνει διεθνώς εθνικά ιδρύματα ή σώματα λογίων που συγκεντρώνουν τα εξέχοντα πρόσωπα των επιστημών και των τεχνών.

Η  περιοχή της Ακαδημίας συνέχισε να υπάρχει στο βόρειο άκρο του ελαιώνα της Αθήνας, ο οποίος εκτεινόταν κατά μήκος της κοίτης του Κηφισού, φθάνοντας σχεδόν έως το Φάληρο. Υπήρξε για πολλούς αιώνες η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της πόλης, αφού πρόσφερε τροφή και εμπορεύσιμα προϊόντα στους κατοίκους της. Περιηγητές που περιγράφουν το αττικό τοπίο δίνουν έμφαση στην ύπαρξη του εκτεταμένου ελαιώνα και κάποιοι επιχειρούν να τοποθετήσουν σε χάρτες και γκραβούρες της εποχής τα γνωστά και εμφανή τοπογραφικά σημεία, όπως ο λόφος του Ίππιου Κολωνού και ο ποταμός.

Η    γη ανήκε στις οικογένειες των αρχόντων και των νοικοκυραίων ή σε Τούρκους ιδιοκτήτες. Καλλιεργητές ήταν οι ξωτάρηδες, οι κάτοικοι των προαστίων, των «σωπωλίων». Στην περίοδο της τουρκοκρατίας ο ελαιώνας πυρπολήθηκε σε αρκετές επιδρομές και πολεμικές συγκρούσεις, όπως και στη μάχη για την απελευθέρωση της Αθήνας. Όλα αυτά τα χρόνια χτίστηκαν τα πάμπολλα εκκλησάκια που μέχρι και σήμερα επιβιώνουν στην Ακαδημία, όπως σε ολόκληρο τον ελαιώνα, των οποίων κτήτορες ήταν οι αθηναίοι ιδιοκτήτες των κτημάτων. Τέτοια μεταβυζαντινά εκκλησάκια είναι η Αγία Ελεούσα, ο Άγιος Νικόλαος ο Χωστός, ο Άγιος Νικόλαος, η Παναγία Μουσταπίδαινα.

Το 19ο αι. η περιοχή της Ακαδημίας και του Κολωνού ήταν γνωστή με το όνομα Καθήμια, παραφθορά του αρχαίου ονόματος. Καθώς η αρχαιολογική έρευνα έριξε το βάρος στις εντός του άστεως περιοχές δεν υπήρξε συστηματική έρευνα στην περιοχή του Κολωνού, αν και ήταν γνωστό το ιστορικό της παρελθόν. Το 1908 μετονομάστηκε επισήμως σε Ακαδημία Πλάτωνος.

Στις αρχές του 20ου αι. η περιοχή του ελαιώνα διατηρούσε την παλιά ομορφιά του, σε σημείο που σε πρώιμους τουριστικούς οδηγούς συνιστάται ως περιοχή για περιπάτους.

Η  αλλαγή στη φυσιογνωμία της περιοχής άρχισε την τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, καθώς η καλλιέργεια της ελιάς άρχισε να αντικαθίσταται από εκείνη των κηπευτικών προϊόντων. Η αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το 1922 και την ένταση του φαινομένου της αστυφιλίας μετά τον πόλεμο, επηρέασαν και την κοινωνική σύνθεση και πολεοδομική μορφή της συνοικίας της Ακαδημίας Πλάτωνος.





ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ



Γ.  ΕΓΚΑΣΤΡΩΜΕΝΟΣ (ΚΑΣΤΡΙΩΤΗΣ) - Ο Σκαπανέας




 Γεννήθηκε στην Αθήνα. Γιος του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης και πλούσιου εμπόρου Γεωργίου Εγκαστρωμένου και αδελφός της Σοφίας, συζύγου του Ερρίκου Σλήμαν.
Επηρεασμένος από την προσωπικότητα του Σλήμαν και παρ’ ότι αρχικά ασχολείτο με την οικογενειακή επιχείρηση, ο Παναγιώτης Εγκαστρωμένος γρήγορα στράφηκε στη μελέτη της αρχαιότητας. Το 1900 προέβη σε δοκιμαστικές τομές στο λόφο του Ιππίου Κολωνού, στο παλαιό “κτήμα Βλάχου”. Αινιγματική είναι η εικόνα για τα ευρήματα ανασκαφικής έρευνας που διενήργησε το 1908 στα δυτικά του λόφου, κοντά στο μικρό μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου (στη σημερινή οδό Αντιφάνους). Ο Καστριώτης, ως μελετητής της περιοχής και πρώτος ανασκαφέας, πίστευε ότι τα χριστιανικά εκκλησάκια της Ακαδημίας είχαν κτιστεί επάνω σε αρχαία ιερά και αποτελούσαν αφ΄ενός ενδείξεις συνέχισης της λατρείας, αφ’ ετέρου την εξήγηση για τη μη εύρεση ίχνους όλων των μαρτυρουμένων τόπων λατρείας.






Π.Ζ.ΑΡΙΣΤΟΦΡΩΝ - Ο Οραματιστής

Ο Π.Ζ Αριστόφρων άφησε πίσω του ελάχιστα ίχνη για τη ζωή του.

Δε γνωρίζουμε πού και πότε γεννήθηκε και, στην πραγματικότητα, ποια ήταν η καταγωγή του.

Παρ’ ότι αναφέρεται από άλλους ως Παναγιώτης, ο ίδιος υπογράφει ως Π.Ζ Αριστόφρων ή Παν.

Αριστόφρων, χωρίς να αποκαλύπτει το πλήρες μικρό του όνομα.

Τον συναντάμε σε καταλόγους βαμβακοπαραγωγών της Άνω Αιγύπτου και στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1915 στην Κηφισιά, όπου κλήθηκε από την Ιωάννα, κόρη του Νικολάου Καζούλη, πατριάρχη μιας εκ των κύριων βαμβακοπαραγωγών οικογενειών της Άνω Αιγύπτου. Αργότερα παντρεύτηκαν και έμειναν στη γνωστή βίλλα της οικογένειας στην Κηφισιά.

Ο   Αριστόφρων εμφανίζεται στις ελάχιστες πηγές ως αρχιτέκτων-μηχανικός. Γνωρίζουμε όμως ότι εντρύφησε στην Πλατωνική φιλοσοφία, ίσως και ως σπουδαστής, αναζητώντας την υπεραισθητή Αλήθεια. Στις 3 Απριλίου 1929, με επιστολή του προς την Ακαδημία Αθηνών, παρουσιάζει το όραμά του για τη δημιουργία «Κοινού των Ακαδημιών», με πρότυπο την Πλατωνική Ακαδημία, της οποίας θα αποτελούσε αναβίωση. Το Κοινόν θα υπερέβαινε σύνορα, θρησκείες και φυλές. Θα ήταν ένα καταθετήριο στοχασμού, ένας τόπος συνεργασίας και συνεισφοράς στην αναζήτηση της Αλήθειας που κρύβεται στη χαοτική πραγματικότητα. Ως συμβολική εναρκτήρια πράξη της αναβίωσής της, ο Αριστόφρων έθεσε ως στόχο την ανεύρεση της Αρχαίας Ακαδημίας. Ανέσκαψε με δικά του έξοδα, κάνοντας εκτεταμένες απαλλοτριώσεις, μία τεράστια για την εποχή έκταση, από το 1930 έως το 1939, με αρωγούς και συμπαραστάτες αρχαιογνώστες, αρχαιολόγους και λογίους της εποχής, μια ομάδα που συγκροτήθηκε με τη βοήθεια της Ακαδημίας Αθηνών: τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, τον Αλ. Φιλαδελφέα, τον Ιω.Τραυλό. Η έρευνα ξεκίνησε από την περιοχή του Δρόμου και την εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα, έφθασε να αποκαλύψει τη σημερινή «Παλαίστρα Γυμνασίου» και το «Περίστυλο κτήριο» και φαίνεται ότι επεκτάθηκε σε μία ζώνη πολύ μεγαλύτερη από το σημερινό Αρχαιολογικό Χώρο. Η έναρξη των εργασιών προκάλεσε το ενδιαφέρον του διεθνούς τύπου και ακαδημαϊκών κύκλων στο εξωτερικό.

Εξαιτίας των ανασκαφών αυτών, το 1937, εξεδόθη η πρώτη κήρυξη του Αρχαιολογικού Χώρου της περιοχής και ταυτόχρονα θεσπίστηκε το «Κοινόν των Ακαδημιών».

Ο  Αριστόφρων αναγκάστηκε να διακόψει ουσιαστικά την έρευνα από το 1935 έως το 1937. Τα δύο επόμενα χρόνια οι ανασκαφές ήταν πολύ μικρότερης έκτασης.

Το 1945, την πιο σκληρή χρονιά του πολέμου, ο Αριστόφρων πέθανε χωρίς να ολοκληρώσει την ανασκαφή και χωρίς να έχει αποκαλύψει την Πλατωνική Ακαδημία. Το «Κοινό των Ακαδημιών» δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα και η Αλήθεια κρύβεται ακόμα πίσω από την καθημερινή εμπειρία.


Χειρόγραφο του Π.Ζ. Αριστόφρονα για την πλημμύρα της 23ης Νοεμβρίου1937. 
(Από το αρχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας).





ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΛΟΣ - Ο Έφορος των Αρχαιοτήτων


Γεννήθηκε στη Μύκονο. Γιος του Εφόρου των Αρχαιοτήτων Δημητρίου Σταυρόπουλλου που ανέσκαψε τα ιερά του Απόλλωνα στους Δελφούς και στη Ρήνεια. Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική υπηρεσία από το 1921, ανέσκαψε σημαντικές θέσεις, κυρίως στη νότια Αττική, όπου αποκάλυψε το ναό του Απόλλωνος Ζωστήρος, στη Βουλιαγμένη. Από το 1956 έως το 1961 ως Έφορος Γλυπτών του Εθνικού Μουσείου ανέσκαψε θέσεις στην Ακαδημία Πλάτωνος με αφορμή τις εκσκαφές στις χωματερές της περιοχής. Η ανασκαφή του στο αγρόκτημα του ελληνικού δημοσίου είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη της λεγόμενης Ιεράς Οικίας και της Οικίας του Ακαδήμου.




Ο    Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Ο Σ  Χ Ω Ρ Ο Σ

«Οικία Ακαδήμου» - «Ιερά Οικία»

Στο βόρειο τμήμα του Αρχαιολογικού Χώρου βρίσκεται το αρχαιότερο ορατό σήμερα κτήριο της περιοχής. Το 1956, ο Φοίβος Σταυρόπουλλος, ανασκάπτοντας στο «αγρόκτημα του Ελληνικού Δημοσίου», έφερε στο φώς ένα αψιδωτό κτήριο που χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) κτισμένο σε φυσικό γήλοφο που δεν διακρίνεται πια, αλλά διαπιστώθηκε στρωματογραφικά. Το κτήριο σώζεται στο επίπεδο των θεμελίων, χτισμένων από ποτάμιους λίθους και αποτελείται από τρία διαδοχικά δωμάτια («μαγειρείο», πρόδομος και αίθουσα).

Στα νότια της οικίας αυτής, ο Σταυρόπουλλος αποκάλυψε ένα γεωμετρικό κτήριο (8ος αι. π.Χ.). Ονόμασε το κτήριο «Ιερά Οικία», με τη σκέψη ότι εδώ λατρεύτηκε ο Ακάδημος, θεωρώντας ότι για τους ανθρώπους της Γεωμετρικής περιόδου είχε διατηρηθεί ζωντανή η ανάμνηση του μυθικού ήρωα και η σχέση του με τη γειτονική προϊστορική οικία.

Η   λεγόμενη Ιερά Οικία χτίστηκε με ποτάμιους λίθους και ωμές πλίνθους. Αποτελείται από επτά δωμάτια διατεταγμένα γύρω από έναν διάδρομο. Στο εσωτερικό της βρέθηκαν μία κυκλική εσχάρα και κατάλοιπα καύσεων που περιείχαν οστά και αγγεία. Ο ανασκαφέας θεώρησε τις καύσεις αυτές λατρευτικές πυρές.


                        Το μνημείο της «Οικίας Ακαδήμου».
(Από το αρχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας)
Γύρω από την Ιερά Οικία βρέθηκαν τάφοι της γεωμετρικής περιόδου, κυρίως παιδικοί, καθώς επίσης και φρέατα για την άντληση νερού. Το 1961 εξαιτίας μιας φονικής πλημμύρας που έπληξε τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, το μνημείο της «Ιεράς Οικίας» υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές, καθώς σκεπάστηκε εξ ολοκλήρου από το νερό, με συνέπεια να διαλυθούν οι πλίνθινοι τοίχοι.







Νοτίως των μνημείων της Ιεράς Οικίας και της Οικίας Ακαδήμου βρέθηκε επιμήκης τοίχος (μήκους 130μ.), ο  οποίος αρχικώς ταυτίστηκε με το αναφερόμενο στις πηγές «Ιππάρχου τειχίον», το οποίο σύμφωνα με αυτές περιέβαλλε το χώρο της Ακαδημίας τον 6ο αι.π.Χ. Πολύ κοντά εντοπίστηκαν τάφοι του 4ου αι. π.Χ. καθώς και ένα ιδιαίτερο εύρημα: ένας μεγάλος αριθμός σχιστολιθικών πλακιδίων, ορισμένα από τα οποία έφεραν αμελή χαράγματα. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Φ. Σταυρόπουλλου τα πλακίδια αποτελούσαν επιφάνειες στις οποίες νεαροί Αθηναίοι διδάσκονταν γραφή. Βάσει αυτού του ευρήματος, ο Σταυρόπουλος διατύπωσε την άποψη ότι στην περιοχή λειτουργούσε «Γραμματοδιδασκαλείο».


             «ΟΡΟΣ ΤΕΣ ΗΕΚΑΔΕΜΕΙΑΣ». 6ος αι.π.Χ.

(Από το αρχείο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών)

Ο  ΟΡΟΣ

Το 1966, κατά τη διάνοιξη ενός χαντακιού ύδρευσης, σε μικρή σχετικώς απόσταση στα ανατολικά του «Περιστυλίου», στη συμβολή των οδών Τριπόλεως και Αίμονος, ήρθε στο φως ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα για την τοπογραφία της Αρχαίας Ακαδημίας, μια λίθινη ορθογώνια στήλη που βρέθηκε στην αρχική της θέση και έφερε την επιγραφή:


ΟΡΟΣ ΤΕΣ ΗΕΚΑΔΕΜΕΙΑΣ

Βάσει της θέσης στην οποία βρέθηκε ο όρος της Ακαδημίας θεωρήθηκε λίθινο ορόσημο του ανατολικού άκρου του ιερού τεμένους.

Η      πιθανότητα αυτή ενισχύεται από την αποκάλυψη λίγο δυτικότερα, στη συμβολή των οδών Βασιλικών και Κρατύλου, ταφικού περιβόλου και επιτυμβίων μνημείων, όπου σώζονταν τα ονόματα μελών της οικογένειας του ρήτορα Λυκούργου. Αυτή η γειτνίαση επιβεβαιώνει την περιγραφή του Παυσανία, ο οποίος απαριθμώντας τα μνημεία του Δημοσίου Σήματος αναφέρει το μνημείο του γένους του Λυκούργου ως τελευταίο μνημείο, ακριβώς πριν από την είσοδο της Ακαδημίας.
Ακαδημία. Η «Παλαίστρα»

Η  Αθήνα από τον 6ο αι. π.Χ. διέθετε τρία Γυμνάσια, το Λύκειο, το Κυνόσαργες και αυτό της Ακαδημίας, όλα σε περιοχές εκτός του άστεως, σε ανοιχτούς χώρους με φυσική βλάστηση και πηγές νερού, όπου οι νέοι συνδύαζαν τη σωματική άσκηση και τη στρατιωτική εκπαίδευση, παράλληλα με την πνευματική μόρφωση.

Το κτήριο που αποκαλύφθηκε το 1933 στην Ακαδημία και ερμηνεύτηκε ως παλαίστρα, αποτελείται από μεγάλη υπαίθρια ορθογώνια αυλή (44,40 x 23,40μ.) που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές της από επιμήκεις στεγασμένους χώρους, στους οποίους σώζεται σειρά λίθινων χτιστών βάσεων και σειρά από αίθουσες στο βόρειο άκρο της. Στην κεντρική αυλή υπάρχουν δύο δεξαμενές, οι οποίες θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ασκουμένων νεαρών Αθηναίων. Σώζονται μόνο τα θεμέλια, στα οποία έχει χρησιμοποιηθεί δομικό υλικό από αρχαιότερα κτήρια, ίσως του 6ου αι. π.Χ., τα οποία δεν έχουν εντοπιστεί. Ως προς τη λειτουργία του, το κτήριο έχει ερμηνευτεί από τους περισσότερους μελετητές ως Παλαίστρα του Γυμνασίου της Ακαδημίας. Το ίδιο κτήριο έχει ερμηνευθεί και ως βιβλιοθήκη, οι κτιστές βάσεις ως τράπεζες για την εξάσκηση των εκπαιδευόμενων εφήβων, ενώ οι αίθουσες στο βόρειο τμήμα της αυλής ως βιβλιοστάσια και αίθουσες διδασκαλίας.


«Παλαίστρα Γυμνασίου»


(American Journal of Archaeology, 41, 1937).


Το «Τετράγωνο Περιστύλιο»

Σε μικρή απόσταση βόρεια του κτηρίου της Παλαίστρας βρίσκεται το «Περιστύλιο» ή Περίστυλο κτήριο, ένα τετράγωνο κτίσμα, το οποίο αποκάλυψαν οι προπολεμικές ανασκαφές. Είναι ορατό μέρος των θεμελίων του, αποτελούμενων από κροκαλοπαγείς ογκολίθους τοποθετημένους δρομικά σε μονή σειρά. Σε τακτά διαστήματα οι ογκόλιθοι είναι διπλοί με ισχυρή θεμελίωση, γεγονός που ίσως υποδηλώνει ότι επάνω τους στηρίζονταν κίονες. Εάν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, το κτήριο έχει μια εξαιρετική ιδιαιτερότητα, καθώς δε βρέθηκαν τοίχοι στοών εντός του. Το κτήριο χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου αι.π.Χ. και έχει ταυτιστεί από μερίδα μελετητών με την Παλαίστρα της Ακαδημίας των Κλασικών χρόνων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι είναι ο Περίπατος, δηλαδή τμήμα της σχολής του Πλάτωνα ή ακόμη και ο ναός των Μουσών που είχε ιδρύσει ο Πλάτων.

Στο χώρο βόρεια του τετράγωνου περιστυλίου βρέθηκαν τεμάχια μετοπών και ακροκεράμων που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. Είναι μια σημαντική ένδειξη για την παρουσία κτισμάτων στην περιοχή, ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όπως και στην Παλαίστρα, δεν έχει αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος του κτηρίου.
Στα βόρεια και βορειοδυτικά του Περιστυλίου σώζονται θεμέλια μεταγενέστερων κτηρίων: ενός σύγχρονου ή λίγο μεταγενέστερου και ενός των υστερορρωμαϊκών χρόνων.

«Tετράγωνο Περιστύλιο».


(American Journal of Archaeology, 41, 1937).




ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Αριστόφρων Π.Ζ., Πλάτωνος Ακαδημεία ή Περί γενέσεως της προς ανεύρεσιν αυτής ιδέας (1933).

2. Boehringer D., Heroenkulte in Griechenland von der geometrischen bis zur klassischen Zeit, Klio Beihefte 3 (2001), 77.

3.  Carouso Α., Akademia. Archeologia di una scuola filosofica ad Atene Platone a Proclo (387 a.C.-

485d.C.). Studi di Archeologia e di Topografia di Atene e dell’Attica 6 (2013).

4. Lynch, J.P., Hipparcho’s Wall in the Academy at Athens: a closer look at the tradition, στο Studies Presented to Sterling Dow, Greek, Roman and Byzantine Monograph 10 (1984), 173-179.
5.  Mazarakis Ainian, A. - Livieratou T., The Academy of Plato in the Early Iron Age, στο Attika. Archäologie einer “zentralen Kulturlandschaft. Αkten der internationalen tagung vom 18 - 20 Mai 2007 in Marburg (2010), 87 - 100.

6. Mazarakis Ainian A. - Alexandridou A., The “Sacred House” of the Academy revisited, στο Maza-rakis Ainian (ed.), The “Dark Ages” revisited. Acts of an international symposium in memory of Wil-liam D.E. Coulson, University of Thessaly (2011), 165 - 189.

7. Πάλλης Γ., Τοπογραφικά του Αθηναϊκού πεδίου κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο (9ος - 12ος αι.), Βυζαντινά Σύμμεικτα 23 (2013), 105-182.
8. Ρωπαΐτου - Τσαπαρέλη Ζ., Ο Ελαιώνας της Αθήνας (2006).

9. K. Στάικος, Η βιβλιοθήκη του Πλάτωνα και της Ακαδημίας (2012).

10. Σταυρόπουλλος Φ., Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ 1955-1963).

11. Travlos J., Pictorial Dictionary of Ancient Athens (1971).

12.  Χατζιώτη Μ., Αρχαιολογικός χώρος «Περιπάτου» ή «Διδασκαλείου» Ακαδημίας Πλάτωνος, ΑΔ

35 (1980), Β1, 37-41.

















“...Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι,

ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει

καθώς απάνου σ’ ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει χιλιόψυχος,

το πνεύμα και στο χώμα λάμπει, το νιώθω,

με σκοτάδια μέσα μου παλεύει...

...Ακόμα το έλατο της λεβεντιάς φουντώνει κι απ’ των αιώνων τους καημούς κι από τα πάθη του Διγενή η πνοή παντού χυμένη πλάθει, Κανάρη, Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη,

και μέσ’ στης χρυσοπράσινης νυχτιάς τα βάθη

ακόμ’ αργολαλεί του Κολωνού τ’ αηδόνι...

...Και τ’ είμαι;

Χόρτο ριζωμένο σ’ ένα σβώλο απάνου,

που ξεφεύγει κι απ’ τα κλαδευτήρια.”

Κωστής Παλαμάς, “Πατρίδες”(1895).















Archaeological site and garden at Plato’s Academy

The area of Plato’s Academy is located at the western edge of the city of Athens, and in proximity with the Cephessus river, which extended further south in ancient times, it is now covered over by the national road to the west and extends as far as the Hippios Kolonos to the north, this area was formerly part of the ancient olive grove (Elaionas). This area appears on travelers’ maps of the 18th and 19th centuries, as the area of the ancient Academia, or as the “Sacred Grove”- largely an imaginary, symbolic location based on the narratives of written sources and given the lack of archaeological evidence at that time. Part of this area was known to the Athenians of the 19th century as Kathimeia (καθήμεια), which may be related to the ancient word Ακαδημία. From the early 20th century this area has been called Akademia Platonos “Plato’s Academy’’.

Archaeologist Panayiotis Kastriotis (Engastromenos) was the first who attempted to locate the ancient Academy, conducting exploratory sections around the hill of Hippios Kolonos, in 1908.

In the late 1920’s the architect P.Z. Aristophron, following the leads of ancient sources also sought to discover the area of Plato’s Academy. Aristophron proposed to the Academy of Athens that he person-ally finance the acquisition of the land from many owners so that excavations could be undertaken there by archaeologist Konstantinos Kourouniotis. It was Kourouniotis’ expressed belief that finding Plato’s Academy- locating the birthplace of the scientific thought- was nothing less than a duty.

In 1931 the first excavations in the area, close to Ag. Georgios church, revealed part of the ancient road which connected the area of the Academy with Athens by way of the city’s Dipylon Gate. The road’s width was five meters and, along its path numerous tombs came to light, dating from the 5th century BC to the Roman times.

In 1933 during excavations by P.Z. Aristophron, a rectangular building was revealed consisting of an inner rectangular courtyard surrounded by oblong roofed areas, and rooms on the northern end. Only the foundations are now preserved, wherein some more ancient building material, perhaps of the 6th century B.C. had been used. To the east of the above building a cluster of cist graves was found, dating to the Hellenistic and Roman periods. The above building has been interpreted by the excavators as the Gymnasium Palaestra, whereas other scholars recently proposed this could have been the library of a philosophical school. Finally, a Roman building with bathing facilities has been revealed directly to the west.

During the same period, an almost square peristyle building was revealed north west of the “Palaestra”. Foundations of conglomerate stone plinths built lengthwise are visible. At regular intervals, the stones of the foundation are doubled, suggesting that they were probably column bases.

The building was dated in the second half of the 4th century B.C. The “Peristyle building” has been identified by some scholars with the Palaestra of the Gymnasium of the Classical period, while others believe it to be the “Peripatos”, which was an architectural element of the philosophical school of Plato.


Excavations were interrupted by World War II and the death of Aristophron in 1944. Research contin-ued during 1955 - 1963 by The Archaeological Society at Athens, under the direction of archaeologist Phoebus Stavropoullos. Stavropoullos, revealed an apsidal tripartite building dated to the prehistoric period (2600 / 2.000BC) - the earliest so far known building in Athens, which he called the “House of Academos”. Just south of the prehistoric building, some burials and a complex structure of raw mud bricks composing several rooms along a corridor, full of “ceremonial fires”, dated to the Geometric pe-riod, was revealed. Stavropoullos called it the “Sacred House” in his belief that here was the cult place of Academos, implying a vivid recollection of the mythical hero. A long enclosure with buttresses, dating to the Hellenistic period (3rd-1st century BC), was revealed to the east.

Since then excavations here have ceased. Although for the most part the area has not been fully inves-tigated it has been declared as an Archaeological Site and priority has been given to its protection and improvement.

Important finds on the topography of this area in the late seventies and eighties by the Greek Archaeo-logical Service have provided solid evidence on the location of the ancient Academia grove.
An inscribed ancient boundary stone HOPOΣ with the inscription “H]OPOΣ TEΣ HEKAΔEMEIAΣ ”, was found in situ, at the intersection of Tripoleos and Aemonos Streets. The inscription is dated to the late 6th century BC. It was placed at an entrance of the “Sacred Grove”, probably the one which con-nected the Academy to Hippios Kolonus Hill.

The chance discovery under the modern street at the intersection of Platonos and Kratylou Streets, of a burial area inside an enclosure with funerary monuments attributed to family members of the famous orator Lycurgus (mid4th century BC), is important evidence of the location of the large ancient road. Along its roadsides the public cemetery (“Demosion Sema”) was developed, since the beginning of the 5th century BC. Important members of Athenian society were buried at this location which lay between the Academy grove and the city of Athens. According to Pausanias, the tomb of Lycurgus was the last monument before one entered Plato’s Academy .

According to the sources the ancient Academy (Academia) was originally a public garden or grove in the suburbs of Athens, about six stadia beyond the city. It is also referred to as the Gymnasium or the garden of Plato and occasionally as a suburb between the Cephessus river, Kerameikos and the hill of Hippios Kolonus. It was named after the hero Academus or Hecademus. The mythical hero helped the Dioskouroi brothers to find their sister Helen (of Troy), after she was abducted by Theseus. In exchange for his assistance, this place was offered to Academus. Spartans respected Academo’s Temenos when in-vading Attica during the Peloponnesian war because of this mythical connection. At the Academy were at one time statues of; Eros, the Muses, Athena, Hermes and Hercules and sanctuarie of Prometheus. According to Plutarch, in the first half of the 5th B.C., Kimon managed to convert the Academy “from


arid and parched to an irrigated grove shaded with clean streets”. The olive-trees, according to Athenian myths, were reared from layers taken from the sacred olive in the Erechtheum, and afforded the oil given as a prize to victors at the Panathenean festival. In Sophocles’ Oedipus at Kolonus, late 5th century BC, Hippios Kolonos was a well-watered place, with a dense grove of olives, ivy and daffodils.

The Academy grove suffered severely during the siege of Athens by Sylla because many trees were cut down to supply timber for machines of war.

Close to the Academy grove towards the Hippios Colonus, philosopher Plato (428/427 BC – 348/347 BC) possessed, a small garden. After his return from Syracuse Sicily in ca. 387 BC he started teaching here all those inclined to share his theoretical positions and thoughts. Aristotle (384 BC – 322 BC) stud-ied here for twenty years (367 BC – 347 BC) before founding his own school, the Lyceum. The Academy persisted throughout the Hellenistic period as a school of Scepticists. Philosophers continued to teach Plato’s philosophy in Athens during the Roman imperial period until 529 AD, when it was finally closed by Justinian.













Το Έργο



«Δημιουργία Μουσειακών Αποθηκών και Ενοποίηση Τμημάτων του Αρχαιολογικού Χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου